fourchette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
fourchette fourchettes

fourchette (fr) θηλυκό

Donne-moi une fourchette de prix. Δώσε μου ένα μέγεθος τιμών (από τόσο έως τόσο).