fraŭdo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fraŭdo | fraŭdoj |
αιτιατική | fraŭdon | fraŭdojn |
fraŭdo (eo)
- η νοθεία
- la opozicio esprimis siajn zorgojn pri fraŭdo
- η αντιπολίτευση εξέφρασε τις ανησυχίες της περί νοθείας