frenezeco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | frenezeco | frenezecoj |
αιτιατική | frenezecon | frenezecojn |
frenezeco (eo)
- η τρέλα, ο παραλογισμός