frivolous

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

frivolous (en)

  1. μη αναγκαίος, άσκοπος, αχρείαστος, περιττός
    • μη λειτουργικά αναγκαία φιοριτούρα
  2. επιπόλαιος