frog

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
frog frogs

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

frog (en)

  1. (αμφίβιο) βάτραχος
  2. (μειωτικό) Γάλλος, Γαλλίδα

Πηγές[επεξεργασία]

  • frog - Oxford Learner's Dictionaries
  • frog - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)