fugo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

fugo < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

fugo (la) (fugō1, fugāvī, fugātum, fugāre)

  1. φεύγω
  2. τρέπω σε φυγή
  3. εξορίζω

Κλίση[επεξεργασία]