fundamenta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fundamenta | fundamentaj |
αιτιατική | fundamentan | fundamentajn |
fundamenta (eo)
- li estas fundamenta membro de la partio - είναι θεμελιώδες μέλος του κόμματος