funkcja

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική funkcja funkcje
γενική funkcji funkcji/funkcyj
δοτική funkcji funkcjom
αιτιατική funkcję funkcje
οργανική funkcją funkcjami
τοπική funkcji funkcjach
κλητική funkcjo funkcje

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

funkcja (pl) θηλυκό

  1. λειτουργία, δουλειά, σκοπός
  2. συνάρτηση