funktionieren

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fʊŋkt͡si̯oˈniːʁən/
 
 
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: funk‐ti‐o‐nie‐ren

Ρήμα[επεξεργασία]

funktionieren (de)

  • λειτουργώ, δουλεύω
    ich kann nicht verstehen wie diese Maschine funktioniert - δεν μπορώ να καταλάβω πώς λειτουργεί αυτή η μηχανή
    das Licht funktioniert nicht - το φως δεν δουλεύει