gâchis

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

gâchis < gâcher

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɡɑ.ʃi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
gâchis gâchis

gâchis (fr) αρσενικό

  1. σοβάς από ψύψο, ασβέστη, τσιμέντο
  2. σωρός από χαλασμένα ή σπασμένα πράγματα
  3. (μεταφορικά) μπερδεμένη, περίπλοκη υπόθεση
  4. σπατάλη, χαράμισμα