gâté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | gâté | gâtés |
θηλυκό | gâtée | gâtées |
Επίθετο[επεξεργασία]
gâté (fr)
- χαλασμένος, που αρχίζει να σαπίζει
- fruit gâté - χαλασμένο (σάπιο) φρούτο
- κακομαθημένος
- un enfant gâté - ένα κακομαθημένο παιδί