gâté

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό gâté gâtés
θηλυκό gâtée gâtées

Επίθετο[επεξεργασία]

gâté (fr)

  1. χαλασμένος, που αρχίζει να σαπίζει
    fruit gâté - χαλασμένο (σάπιο) φρούτο
  2. κακομαθημένος
    un enfant gâté - ένα κακομαθημένο παιδί