géant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | géant | géants |
θηλυκό | géante | géantes |
géant (fr) αρσενικό
- (οικείο) εξαιρετικός
- C'est géant ! Φανταστικό! Καταπληκτικό!
- ≈ συνώνυμα: fabuleux, formidable, génial, super
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
géant | géants |
géant (fr) αρσενικό