génératrice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʒe.ne.ʁa.tʁis/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
génératrice | génératrices |
génératrice (fr) θηλυκό
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
- θηλυκό του générateur