gêné
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | gêné | gênés |
θηλυκό | gênée | gênées |
Επίθετο[επεξεργασία]
gêné (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη gêner
Δείτε επίσης : gêne, gène, Gene, gene |
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | gêné | gênés |
θηλυκό | gênée | gênées |
gêné (fr)