gąbka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gąbka | gąbki |
γενική | gąbki | gąbek |
δοτική | gąbce | gąbkom |
αιτιατική | gąbkę | gąbki |
οργανική | gąbką | gąbkami |
τοπική | gąbce | gąbkach |
κλητική | gąbko | gąbki |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gąbka (pl) θηλυκό
- το σφουγγάρι (φυσικό ή τεχνητό)