głębokość

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

głębokość (pl) θηλυκό

  • το βάθος, η απόσταση από την επιφάνεια μέχρι το βυθό ή το κάτω μέρος αντικειμένου

Συγγενικά[επεξεργασία]