gałąź

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɡawɔ̃w̃ɕ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

gałąź (pl) αρσενικό

  1. κλαδί (δέντρου)
  2. κλάδος (επιχειρηματικός, επιστημονικός κλπ.)
     συνώνυμα: dział