gabelle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gabelle | gabelles |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gabelle (fr) θηλυκό
- έμμεσος φόρος
- έμμεσος φόρος στο αλάτι, που καταργήθηκε το 1790· (κατ’ επέκταση) η φορολογική αρχή που συγκέντρωνε αυτόν τον φόρο