galant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- galant < παλαιό ρήμα galer (διασκεδάζω)
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | galant | galants |
θηλυκό | galante | galantes |
galant (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
galant | galants |
galant (fr) αρσενικό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- vert galant
- άλλοτε, ληστής που δρούσε στα δάση
- άνδρας δριμύς για την αρετή των γυναικών
- Henri IV était surnommé le Vert-Galant - ο Ερρίκος ο 4ος αποκαλούνταν...