gas station
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gas station | gas stations |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gas station (en)
- (αμερικανικά αγγλικά) πρατήριο καυσίμων για οχήματα (βενζινάδικο), τυπικά μεγάλο, που διαθέτει κι άλλες υπηρεσίες, όπως λ.χ. λιπαντηρίου και βουλκανιζατέρ, πωλεί ανταλλακτικά και αξεσουάρ αυτοκινήτων και, συνήθως, διαθέτει και κατάστημα πώλησης διαφόρων ειδών (τρόφιμα, ποτά, καπνικά κ.ά.) για τους οδηγούς και τους επιβάτες