gas station

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
gas station gas stations

Ετυμολογία [επεξεργασία]

gas station < gas (< gasoline) + station

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

gas station (en)

Συνώνυμα[επεξεργασία]