gatunek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική gatunek gatunki
γενική gatunku gatunków
δοτική gatunkowi gatunkom
αιτιατική gatunek gatunki
οργανική gatunkiem gatunkami
τοπική gatunku gatunkach
κλητική gatunku gatunki

Ετυμολογία [επεξεργασία]

gatunek < (άμεσο δάνειο) γερμανική Gattung

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɡaˈtu.nɛk/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

gatunek (pl) αρσενικό

  1. το είδος, η ποιότητα
  2. (βιολογία) το είδος

Συγγενικά[επεξεργασία]