gazpacho

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

gazpacho (en)

  1. (γαστρονομία) γκασπάτσο, παραδοσιακή σούπα της Ισπανίας



Δανικά (da)[επεξεργασία]

ένα πιάτο με σούπα γκασπάτσο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

gazpacho (da)

  1. (γαστρονομία) γκασπάτσο, παραδοσιακή σούπα της Ισπανίας



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

gazpacho (it)

  1. (γαστρονομία) γκασπάτσο, παραδοσιακή σούπα της Ισπανίας


Ινδονησιακά (id)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

gazpacho (id)

  1. (γαστρονομία) γκασπάτσο παραδοσιακή σούπα της Ισπανίας



Ισπανικά (es)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

gazpacho (es)

  1. (γαστρονομία) γκασπάτσο, παραδοσιακή σούπα της Ισπανίας



Ουγγρικά (hu)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

gazpacho (hu)

  1. (γαστρονομία) γκασπάτσο, παραδοσιακή σούπα της Ισπανίας



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

gazpacho (sv)

  1. (γαστρονομία) γκασπάτσο, παραδοσιακή σούπα της Ισπανίας



Φινλανδικά (fi)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

gazpacho (fi)

  1. (γαστρονομία) γκασπάτσο, παραδοσιακή σούπα της Ισπανίας