geôlier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
geôlier | geôliers |
geôlier (fr) αρσενικό
- ο φύλακας
ενικός | πληθυντικός |
geôlier | geôliers |
geôlier (fr) αρσενικό