gelée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

gelée < θηλυκό του gelé, μετοχής του geler

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʒ(ə).le/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
gelée gelées

gelée (fr) θηλυκό

  1. η παγωνιά
  2. (γαστρονομία) το ζελέ
  3. κάτι που έχει ζελατινώδη υφή