gelée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gelée | gelées |
gelée (fr) θηλυκό
- η παγωνιά
- (γαστρονομία) το ζελέ
- κάτι που έχει ζελατινώδη υφή