general

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: général

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

general < (κληρονομημένο) μέση αγγλική general < αγγλονορμανδική general / generall < μέση γαλλική general < λατινική generalis < genus (είδος) + -alis

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός general
συγκριτικός more general
υπερθετικός most general

general (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
general generals

general (en)

  1. (στρατιωτικός βαθμός) ο στρατηγός, η στρατηγίνα
    The general rallied his men.
    Ο στρατηγός ανασύνταξε τους άνδρες του.
  2. (ΗΠΑ) πτέραρχος
     συνώνυμα: air chief marshal (ΗΒ)

Πηγές[επεξεργασία]



Ισπανικά (es)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
general generales

general (es)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
general generales

general (es) αρσενικό



Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

general (pt)



Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

general (ro) αρσενικό

Κλίση[επεξεργασία]