gesticulate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

gesticulate (en)

  • χειρονομώ, εκφράζομαι με χειρονομίες, κινήσεις και τη στάση του σώματος
    χειρονομώ κατά την ομιλία ή αντί ομιλίας
    περίφραση: talk/speak with one's hands