giclée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
giclée | giclées |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
giclée (fr) θηλυκό
- η αναπήδηση ενός υγρού
- (οικείο) η εκπυρσοκρότηση, ο καταιγισμός ενός αυτόματου όπλου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη gicler