gilded
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
gilded (en)
- επιχρυσωμένος, επίχρυσος
- (μεταφορικά, μειωτικό) παραμακιγιαρισμένος, παραβαμμένος, επιτηδευμένης ομορφιάς, φτιασιδωμένος