gingembre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
gingembre gingembres

gingembre (fr) αρσενικό

  1. η πιπερόριζα, το τζίτζερ, το τζίντζερ
  2. το καρύκευμα που παράγεται από την πιπερόριζα