glass

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
glass glasses

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

glass (en)

  1. γυαλί, τζάμι
  2. το ποτήρι
    Anna wants a glass of water.
    Η Άννα θέλει ένα ποτήρι νερό.
    Anna wants a glass for water (=made for drinking water).
    Η Άννα θέλει ένα ποτήρι του νερού.
    Nothing compares to a cold glass of water/a glass of cold water in the summer.
    Τίποτα δεν συγκρίνεται μ' ένα ποτήρι κρύο νερό το καλοκαίρι.

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

glass (sv)