gnou
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gnou | gnous |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gnou (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) είδος θηλαστικού που μοιάζει με την αντιλόπη
ενικός | πληθυντικός |
gnou | gnous |
gnou (fr) αρσενικό