gol
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gol (pt) αρσενικό
- (Βραζιλία) το γκολ
- ≈ συνώνυμα: (Πορτογαλία) golo
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
gol (ro)