gorille
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gorille | gorilles |
gorille (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) ο γορίλλας
- (μεταφορικά) (οικείο) ο σωματοφύλακας