goupillon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- goupillon < goupil
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
goupillon | goupillons |
goupillon (fr) αρσενικό
- αγιαστούρα
- βουρτσάκι (μπουκαλιών)