gourdin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
gourdin gourdins

gourdin (fr) αρσενικό

  1. το ρόπαλο
  2. η μαγκούρα
  3. (χυδαίο) το πέος