grêle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
grêle | grêles |
grêle (fr) θηλυκό
- το χαλάζι
ενικός | πληθυντικός |
grêle | grêles |
grêle (fr) θηλυκό