grăbi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

grăbi (ro)

  1. βιάζομαι
  2. κάνω κάποιον να βιαστεί