grandine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
grandine (it) θηλυκό (πληθυντικός grandini)
- (μετεωρολογία) το χαλάζι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- grandine - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).