grandparte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

grandparte < grand- + part- + -e

Επίρρημα[επεξεργασία]

grandparte (eo)

la libroj estas grandparte en tre bona stato, τα βιβλία είναι κατά μεγάλο μέρος σε πολύ καλή κατάσταση