graph

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
graph graphs

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

graph (en)

  1. το γράφημα, ο γράφος, η γραφική παράσταση, η οπτική απεικόνιση κάποιων δεδομένων
    historical/statistical graph - ιστορικό/στατιστικό γράφημα
    graphs of mathematical calculations - μαθηματικοί υπολογισμοί επί των γράφων
    The graph of a3 is…
    Η γραφική παράσταση του α3 είναι...
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη chart
  2. το γράφημα, ο γράφος, η δομή αποτελούμενη από κόμβους ή σημεία που συνδέονται μεταξύ τους με γραμμές
    A graph helps us to represent our data in a visual way.
    Ένα γράφημα μας βοηθάει να αναπαραστήσουμε τα δεδομένα μας με οπτικό τρόπο.
    graph theory - θεωρία των γράφων
     συνώνυμα: plot

Πηγές[επεξεργασία]