gras
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | gras | gras |
θηλυκό | grasse | grasses |
gras (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gras (fr) αρσενικό
- το λίπος
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
gras (ro)