gratuité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

gratuité < λατινική gratuitas

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
gratuité gratuités

gratuité (fr) θηλυκό

  1. το να προσφέρεται κάτι δωρεάν
     αντώνυμα: intérêt, cherté
  2. το να γίνεται κάτι άσκοπα ή χωρίς λόγο ή χωρίς αυτός που το κάνει να επωφελείται απ' αυτό
     αντώνυμα: intérêt, utilité

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη gratuit