gratuité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gratuité | gratuités |
gratuité (fr) θηλυκό
- το να προσφέρεται κάτι δωρεάν
- το να γίνεται κάτι άσκοπα ή χωρίς λόγο ή χωρίς αυτός που το κάνει να επωφελείται απ' αυτό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη gratuit