grease

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

grease (en)

  1. λιωμένο ή μαλακό ζωικό λίπος
  2. οποιαδήποτε ουσία έχει ελαιώδη υφή, πχ η μπριγιαντίνη

Ρήμα[επεξεργασία]

grease (en)

  1. βάζω λίπος ή άλλη ουσία για να λιπάνω, γρασάρω
  2. λαδώνω (δωροδοκώ)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  1. grease (someone's) palm: λαδώνω (δωροδοκώ)