griechisch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɡʁiːçɪʃ/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : grie‐chisch
Επίθετο[επεξεργασία]
griechisch (de)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- griechisch - Duden online.