grill
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
grill | grills |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
grill (en)
- (γαστρονομία) το γκριλ, σχάρα ψησταριάς, ψησίματος
- σχάρα εξαερισμού μηχανής αυτοκινήτου
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
για την έννοια σχάρα αποσκευών:
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- grill < (άμεσο δάνειο) αγγλική grill room < grill room
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
grill | grills |
grill (fr) αρσενικό
- (γαστρονομία) το γκριλ, η σχάρα ψησταριάς, ψησίματος, το ψητοπωλείο