grope
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
grope (en)
- ψηλαφώ, ψαχουλεύω (όπως κάνει κάποιος που ψάχνει να βρει κάτι στο σκοτάδι ή όπως ένας τυφλός)
- αγγίζω σεξουαλικά, χουφτώνω, πασπατεύω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
grope (en)