grosz

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

grosz (pl) αρσενικό

  1. το γρόσι
    • υποδιαίρεση του ζλότι
    • παλαιότερο νόμισμα διάφορων κρατών στην Ευρώπη

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]