growth

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
growth growths

Ετυμολογία [επεξεργασία]

growth < grow + -th

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

growth (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η ανάπτυξη, η διαδικασία σε ανθρώπους, ζώα ή φυτά που αναπτύσσονται σωματικά, διανοητικά ή συναισθηματικά
    physical/mental growth - σωματική/πνευματική ανάπτυξη
  2. (μη μετρήσιμο) η αύξηση του μεγέθους, της ποσότητας ή του βαθμού κάτι
    the annual growth rate of the population - ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του πληθυσμού
  3. (μη μετρήσιμο) η οικονομική ανάπτυξη
    the growth of our economy - η ανάπτυξη της οικονομίας μας
  4. (ιατρική) ο όγκος, μη φυσιολογική μάζα που έχει διευρυνθεί εις βάρος του οργανισμού εντός αυτού
    a benign/malignant growth - καλοήθης/κακοήθης όγκος
  5. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η τούφα, κάτι που μεγάλωσε
    a thick growth of weeds - μια πυκνή τούφα αγριόχορτα
    a beard of three days growth - γένια τριών ημερών

Πηγές[επεξεργασία]