guet-apens

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

guet-apens < De guet apensé, dérivé d’aguet pensé, issu du verbe appenser (« former un projet »).

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

guet-apens (fr) αρσενικό