guidance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
guidance | guidances |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
guidance (en)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
guidance | guidances |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
guidance (fr) θηλυκό
- (Κεμπέκ) η καθοδήγηση